- οδόντωμα
- το, -ατος1. το δόντι οδοντωτού τροχού.2. εσοχή και εξοχή δύο πραγμάτων (από μάρμαρο, ξύλο, σίδερο) που συνδέονται.3. μικρός όγκος στα ούλα κατά την πρώτη εμφάνιση των δοντιών ή παθολογικός όγκος των ούλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.